βάσταμα

βάσταμα
το
το βάσταγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάσταμα — το βλ. βάσταγμα …   Dictionary of Greek

  • βάσταγμα — το και βάσταμα και βάστηγμα (AM βάσταγμα, Μ και βάσταμαν) [βαστάζω] το φορτίο το οποίο βαστάζει ή φέρει κάποιος μσν. νεοελλ. προθεσμία νεοελλ. 1. το να βαστάει ή να μεταφέρει κάποιος κάτι 2. το σκοινί απ το οποίο κρέμεται το καντήλι 3. το σκοινί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”